- Μηλίας
- Μηλίᾱς , Μήλιοςfrom the island of Meiosfem acc plΜηλίᾱς , Μήλιοςfrom the island of Meiosfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς … Dictionary of Greek
Μηλιᾶς — Μηλιεύς inhabitant of Malis masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
мел — род. п. а, блр. мел, др. русск. мѣлъ, ст. слав. мѣлъ ἄσβεστος (Супр.), др. сербск. мѣль, словен. mе̑l ж., диал. mȋl м., ж. землистый рухляк , польск. miaɫ пыль, порошок; (стар.) мел , н. луж. měɫ крахмал , měɫnу тонкий, мелкий . Вероятно,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
GR-33 — Präfektur Ioannina Νομός Ιωαννίνων Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
Ioannina (Präfektur) — Präfektur Ioannina (1915–2010) Νομός Ιωαννίνων Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Μηλιάδες — Μηλιάδες, δωρ. τ. Μαλιάδες, αἱ (Α) Μηλιάς … Dictionary of Greek
αγριομηλιά — η κοινή ονομασία τής άγριας ποικιλίας τής μηλιάς … Dictionary of Greek